statutory | |
génér. | καταστατική; καταστατικό; καταστατικός |
-function | |
informat. | λειτουργία |
function | |
génér. | λειτουργώ |
informat. | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
micr. | λειτουργία; συνάρτηση |
médic. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
καταστατική; καταστατικό; καταστατικός | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
Relating to a statute; created, defined, or required by a statute |
statutory : 103 phrases, 23 sujets |