implementation | |
génér. | απολογισμός εφαρμογής |
comm. informat. industr.énerg. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
envir. | Εφαρμογή |
génér. | εφαρμογή |
tool | |
génie m. | μικροεργαλείο; εργαλειομηχανή; εργαλείο πλάνισης; οδοντωτός κανόνας πλάνισης με κύλιση; κατεργάζομαι; επεξεργάζομαι |
micr. | εργαλείο |
sciences. sciences. génie m. | εργαλείο |
tools | |
génie m. | εργαλεία; σύνεργα |
Anglais glossaire | |||
| |||
SPL |
space : 1247 phrases, 51 sujets |