short | |
agric. industr. constr. | ξυλεία κωνοφόρων μικρού μήκους |
financ. | ακάλυπτος; χρεωστική θέση; βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου |
science d. chim. | λιγνό; ψιλό |
sciences. électr. | να βραχυκυκλωθεί |
shorts | |
agric. | υποπροϊόν μύλου |
industr. | κοντό παντελόνι; σορτς |
thread | |
micr. | συζήτηση |
| |||
ξυλεία κωνοφόρων μικρού μήκους | |||
ακάλυπτος; χρεωστική θέση; βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου | |||
λιγνό; ψιλό | |||
| |||
υποπροϊόν μύλου | |||
κοντό παντελόνι; σορτς | |||
κοντοκομμένα | |||
| |||
να βραχυκυκλωθεί | |||
| |||
Βραχυκύκλωμα | |||
ανοιχτή πώληση | |||
| |||
βραχύχρονη; βραχύχρονο; βραχύχρονος; κοντή; κοντό; ξαφνικά; κοντός | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
sh | |||
| |||
short circuit | |||
Short Stature, Hyperextensibility Of Joints Or Hernia Or Both, Ocular Depression, Rieger Anomaly, Teething Delayed | |||
| |||
S |
short: 820 phrases, 52 sujets |