seek | |
génér. | επιζητώ; αναζητώ; αξιώνω; επιδιώκω |
informat. techn. | διερεύνηση; κύκλος αναζήτησης |
locate | |
génie m. | τοποθετώ; συναρμόζω |
micr. | εντοπισμός |
monitoring | |
envir. | παρακολούθηση |
| |||
επιζητώ; αναζητώ; αξιώνω; επιδιώκω | |||
διερεύνηση; κύκλος αναζήτησης | |||
αναζήτηση (An action, usually a method call, that moves the current time of a timeline to a new position) |
seeking: 39 phrases, 15 sujets |