code | |
génér. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
comm. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
informat. information;trait. | κώδικας |
informat. techn. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
médic. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
Anglais glossaire | |||
| |||
READ (Verschluesselung) |
relative element : 1 phrases, 1 sujets |
Sciences de la Terre | 1 |