push button | |
comm. transp. | κουμπί |
génie m. électr. | κομβίο εκκινητή; διακόπτης μίζας |
push-button | |
comm. électr. | κομβίο επαφής; πλήκτρο; ωστικό κομβίο |
signal | |
génér. | διαβιβάσεις; εκπέμπω σήμα |
comm. électr. | σημείο |
génie m. | απεικόνιση θέσης |
médic. | σήμα; να γίνει εκπομπή; σινιάλο; σύνθημα ήματος |
signalling | |
comm. | σηματοδοσία; αυτόματη σηματοδότηση |
| |||
κομβίο επαφής; πλήκτρο n; ωστικό κομβίο | |||
κουμπί ανοίγματος | |||
| |||
κομβίο εκκινητή; διακόπτης μίζας | |||
| |||
κουμπί n |
push-button signal : 2 phrases, 1 sujets |
Communications | 2 |