passive | |
financ. | παθητική διαχείριση |
Electronic | |
micr. | Ηλεκτρονική |
electronic | |
génér. | ηλεκτρονική; ηλεκτρονικό |
médic. | ηλεκτρονικός |
electronics | |
envir. | ηλεκτρονική/ηλεκτρονικά όργανα; ηλεκτρονικά όργανα |
advance | |
génér. | πρόοδος; προκαταβάλλω; προχωρώ |
advanced | |
génér. | εξελιγμένη; εξελιγμένο |
médic. | προχωρημένος; εξελιγμένος |
receiver | |
chim. | δοχείο συλλογής; υποδοχέας |
comm. | ακουστικό; δέκτης; συσκευή λήψης |
comm. informat. | παραλήπτης |
droit. compt. | σύνδικος της πτώχευσης |
génér. écon. | διαχειριστής πτωχεύσεων |
informat. | οντότητα-δέκτρια |
sciences. génie m. | συλλέκτης υγρού |
| |||
παθητικός | |||
| |||
παθητική διαχείριση | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
pass. (mood Vosoni) | |||
pas; pass | |||
In surveillance, an adjective applied to actions or equipments which emit no energy capable of being detected. (FRA) |
passive : 205 phrases, 30 sujets |