negotiable instrument | |
financ. | διαπραγματεύσιμος τίτλος; διαπραγματεύσιμος τίτλος εμπορεύσιμο χρεώγραφο; εμπορεύσιμος τίτλος; διαπραγματεύσιμο μέσο; χρεώγραφο |
law | |
génér. | νόμος |
envir. | ατομικές διοικητικές πράξεις; νομική; νομικά; νομική; δίκαιο δίκαιο; νομική /νομικά |
obsol. constr. | ευρωπαϊκός νόμος |
negotiable instrument law : 1 phrases, 1 sujets |
Économie | 1 |