indicator | |
génér. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
envir. | δείκτης |
génie m. | ενδεικτικό |
métall. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. électr. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
électr. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
of | |
génér. | από |
Datum | |
informat. | Δεδομένο |
data | |
micr. | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
math. | δεδομένα |
sciences. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
techn. constr. | γραμμή βάσεως |
multi -indicator : 1 phrases, 1 sujets |
Génie mécanique | 1 |