minimal | |
génér. | ελάχιστη; ελάχιστο; ελάχιστος |
instruction | |
génér. | τμήμα ελέγχου |
financ. informat. | οδηγία |
informat. techn. | εντολή |
médic. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
code | |
génér. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
comm. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
informat. information;trait. | κώδικας |
informat. techn. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
médic. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
ελάχιστη; ελάχιστο; ελάχιστος | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
m | |||
min | |||
m. |
minimal : 60 phrases, 16 sujets |