block | |
génér. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
constr. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
financ. droit. | δεσμεύω |
industr. constr. métall. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks | |
génér. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
Anglais glossaire | |||
| |||
logical array (ssn) |
logic array : 18 phrases, 2 sujets |
Électronique | 1 |
Informatique | 17 |