|
|
génér. |
τακτικές γραμμές |
transp. |
γλισιέρες λιποκιβωτίου; πλάκες ολίσθησης |
|
|
agric. |
μάνικα αμέλγματος; τεχνητή θηλή |
envir. |
επένδυση στεγανοποίησης; μεμβράνη στεγανοποίησης |
génie m. |
αύλακα μετακίνησης του κανόνα; περίβλημα |
industr., constr. |
ύφασμα περιτυλίξεως |
phys. |
επένδυση |
pisc. |
αλιευτικό με καθετές |
prod., pisc. |
τράτα με συρτή LO |
science d., chim. |
δίσκος στεγανότητας |
science d., génie m. |
επικάλυψη; γαρνιτούρα |
sciences. |
αγώγιμο περίβλημα |
sciences., génie m. |
εσωτερικό περίβλημα ψυγείου |
techn., industr., constr. |
χάρτινο φύλλο επένδυσης χάρτου; χαρτί επένδυσης |
transp. |
πολύφυλλο μονωτικό; επιβατικό πλοίο; χιτώνιο |
transp., aviat. |
αεροπλάνο δημόσιων μεταφορών |
transp., naut. |
πλοίο μεγάλων αποστάσεων; πλοίο γραμμής |
transp., pisc. |
σκάφος αλιείας με πετονιά |
électr. |
περιβάλλων αγωγός; διαχωριστική μεμβράνη |
|
liners LOX; not elsewhere included n | |
|
pisc. |
τράτες με συρτή μη καταχωρημένες |
|
Anglais glossaire |
|
|
abrév., pétr. |
lin |
milit., abrév. |
lnr |