inside | |
génér. | εσωτερική; εσωτερικός; εντός |
right | |
génér. | δεξιά |
financ. | δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης |
rights | |
envir. | δικαιώματα; δικαιώματα |
| |||
εσωτερική; εσωτερικός; εντός | |||
εσωτερικό; εσωτερική πλευρά |
inside: 111 phrases, 22 sujets |