even | |
génér. | ομαλή; ομαλό; ομαλός; περισσότερο; ακόμα |
lot | |
génér. | πολλή; πολύ |
comm. | παρτίδα |
financ. | μονάδα διαπραγμάτευσης; ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριο |
| |||
ομαλή; ομαλό; ομαλός; περισσότερο; ακόμα | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
e'en |
even: 75 phrases, 25 sujets |