equivalent | |
génér. | αντίστοιχος; ισοδύναμη |
chim. | ισοδύναμο |
entr. organ. compt. | ισοδύναμος, -ο |
génér. financ. | ποσό που αντιστοιχεί |
normal deviate | |
financ. | κανονική απόκλιση; προκαθορισμένη τιμή; φυσιολογική απόκλιση |
math. | κανονικός παρεκκλίνετε |
| |||
ισοδύναμο | |||
ισοδύναμος, -ο | |||
ποσό που αντιστοιχεί | |||
ισότιμος; ισοδύναμος | |||
| |||
αντίστοιχος; ισοδύναμη | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
eq; e. (Vosoni) | |||
equiv. | |||
eq. |
equivalent normal deviate : 2 phrases, 2 sujets |
Mathématiques | 1 |
Statistiques | 1 |