efficiency | |
agric. constr. | αρδευτική αποδοτικότητα |
charb. | ωφέλιμο έργο |
financ. | απόδοση |
génie m. | απόδοση εργασίας |
informat. information;trait. | επάρκεια λειτουργίας |
médic. | επάρκεια; αποδοτικότητα |
métall. | συντελεστής απόδοσης |
stat. | αποτελεσματικότητα |
modulation | |
comm. | τηλεγραφική διαμόρφωση |
| |||
αρδευτική αποδοτικότητα | |||
ωφέλιμο έργο | |||
απόδοση f | |||
απόδοση εργασίας; απόδοση έργου | |||
επάρκεια λειτουργίας | |||
αποδοτικότητα f | |||
συντελεστής απόδοσης | |||
αποτελεσματικότητα f | |||
απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης | |||
| |||
επάρκεια | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
effy (Vosoni) | |||
effic. | |||
effcy; eff | |||
e. | |||
eff.; effy | |||
ή |
efficiency modulation : 1 phrases, 1 sujets |
Électronique | 1 |