display station | |
informat. | μονάδα οπτικής απεικόνισης; μονάδα οπτικής παρουσίασης; μονάδα απεικονίσεως |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
comm. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
génie m. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
sciences. génie m. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
| |||
μονάδα οπτικής απεικόνισης; μονάδα οπτικής παρουσίασης; μονάδα απεικονίσεως |
display station : 2 phrases, 1 sujets |
Communications | 2 |