deviation | |
math. | αποκλίνουν |
médic. | εκτροπή; απόκλιση |
science d. | διαφορά |
science s. | παρέκκλιση |
stat. | συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις |
stat. financ. | διακύμανση |
transp. | διαδρομή με παράκαμψη |
control | |
math. | έλεγχος |
micr. | στοιχείο ελέγχου |
science d. | οδηγώ |
sciences. techn. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
techn. constr. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
transp. génie m. | χειριστήριο |
écon. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
| |||
αποκλίνουν n | |||
απόκλιση f | |||
διαφορά n | |||
παρέκκλιση f | |||
συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή; απόκλισις f | |||
διακύμανση f | |||
διαδρομή με παράκαμψη | |||
έκπτωση f | |||
| |||
εκτροπή | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
A departure from a current clearance, such as an off-course manoeuvre, to avoid weather or turbulence; The angular difference between magnetic and compass headings | |||
dev |
deviation control : 4 phrases, 2 sujets |
Électronique | 3 |
Général | 1 |