compression set | |
agric. industr. constr. | παραμόρφωσις εξ εσωτερικής συμπιέσεως |
industr. constr. | μόνιμη παραμόρφωση λόγω συμπιέσεως |
packer | |
agric. | οδοστρωτήρας; μηχανισμός συσκευασίας δεμάτων; συσσωρευτής; τροφοδοτικός μηχανισμός; κύλινδρος-συμπιεστής εδάφους |
charb. | πάκερ; παρέμβυσμα |
droit. | συσκευαστής με το χέρι |
| |||
παραμόρφωσις εξ εσωτερικής συμπιέσεως | |||
μόνιμη παραμόρφωση λόγω συμπιέσεως | |||
παραμένουσα συμπίεσις |