circuit | |
comm. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
informat. | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
médic. | κύκλωμα |
interrupter | |
électr. | διακόπτης; διακόπτης εντός-εκτός |
circuit interrupter: 2 phrases, 2 sujets |
Électronique | 1 |
Transport | 1 |