| |||
θραύση; σπάσιμο; κάταγμα | |||
| |||
αποσπώ | |||
τμήμα γης; αγροτεμάχιο | |||
παύση | |||
απότομη πτώση τιμών | |||
ρήξη | |||
Διακοπήδιακοσμητής με πλέγμα | |||
διάλειμμα (A short period of time in a resource's schedule where the resource is not available for work) | |||
διάρρηξη | |||
Ρήξη θραύση | |||
διάλειμμα ανάπαυσης | |||
διακοπή εργασίας | |||
διακοπή προγράμματος | |||
άρμωση; αρμός; διαμελισμός | |||
διάλειμμα | |||
διακοπή | |||
εξημερώνω; εκπαιδεύω | |||
| |||
απότομη πτώση τιμών μετοχής | |||
κοπανίζω | |||
θραύω; σπάω | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
An expression used in radiocommunication meaning "I hereby indicate the separation between portions of the message." | |||
An expression used in radiocommunications to instruct a pilot to execute a rapid level turn |
break: 343 phrases, 39 sujets |