| |||
επίγεια μονάδα ισχύος; συγκρότημα ισχύος εδάφους; τροφοδοτικό ηλεκτρισμού στάθμευσης; βοηθητική μονάδα ισχύος | |||
μονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύος; συγκρότημα βοηθητικής ισχύος | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
APU (Space) |
auxiliary power unit: 8 phrases, 2 sujets |
Génie mécanique | 1 |
Transport | 7 |