transportation | |
génér. | μεταφορικά μέσα |
charb. | μεταφορά; εξόρυξη |
envir. | μεταφορές |
sciences. agric. | μετακομιδή |
asset | |
droit. écon. financ. | περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού |
génér. financ. | ενεργητικό |
micr. | πόρος |
assets | |
assur. | ενεργητικό |
compt. | στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία; περιουσία |
financ. | διαθέσιμα |
écon. | ενεργητικόν |
File | |
micr. | Αρχείο |
file | |
génér. | αρχείο,φάκελος |
flux. informat. | αρχείο υπολογιστή; αρχειοφάκελος υπολογιστή |
génie m. | λίμα |
industr. constr. | φάκελος ταξινόμησης εγγράφων |
informat. | αρχειοφάκελος; φάκελος; ιδεατό αρχείο; αρχειοθετώ |
| |||
μεταφορικά μέσα | |||
μεταφορά f; εξόρυξη f | |||
μετακομιδή f | |||
μεταφορείς m; μεταφορές f | |||
| |||
μεταφορές f | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
trnsp | |||
trans (Киселев) | |||
trpn | |||
The means of conveyance to move forces, equipment and resources, carried out under the authority and the technical and tactical responsibility of the commander of the transportation elements. (FRA) |
Transportation : 102 phrases, 19 sujets |