secure | |
génér. | ασφαλής; ασφαλές; ασφαλίζω |
transp. envir. chim. | στοιβάζω φορτίο σε φορτηγό πλοίο; στοιβάζω φορτίο σε φορτηγό βαγόνι |
transp. science d. génie m. | πρυμνοδέτηση |
encryption | |
comm. informat. techn. | Κρυπτογράφηση |
informat. | κρυπτογραφικός μετασχηματισμός |
Secure Encryption : 1 phrases, 1 sujets |
Informatique | 1 |