scaling | |
chim. | απολέπιση |
financ. électr. | κλιμακοθέτηση |
informat. | αλλαγή κλίμακας |
médic. | απολέπισις |
métall. | λέπια οξειδίων; αποκοπή στρώματος σκουριάς; οξυγόνωση |
science d. constr. | αποφλοίωση |
sylv. | ταξινόμηση; κατάταξη |
limit | |
génér. | περιορίζω |
entr. organ. compt. | όριο |
financ. | ανώτατο όριο |
informat. | φράγμα; Περιοριστής |
médic. | όριο; περιορίζω περιόρισα |
off-set | |
comm. industr. | κηλίδωση; μελάνωση |
transfer function | |
stat. | λειτουργία μεταφοράς; λειτουργία απάντησης συχνότητας |
| |||
απολέπισις f | |||
ταξινόμηση f; κατάταξη f | |||
| |||
λέπια n | |||
| |||
κυβισμός | |||
απολέπιση | |||
κλιμακοθέτηση | |||
επικάθιση αλάτων | |||
αλλαγή κλίμακας; κλιμακοποίηση | |||
αποφολίδωσις | |||
λέπια οξειδίων; αποκοπή στρώματος σκουριάς; οξυγόνωση; σκωρίωση | |||
αποφλοίωση | |||
δημιουργία λεβητολίθου | |||
αναγωγή σε κοινή κλίμακα | |||
| |||
κλίμακα (To enlarge or reduce the display of an item, such as a drawing or a proportional character font, by adjusting its size proportionally) |
Scaling : 95 phrases, 24 sujets |