remote | |
génér. | απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος |
comm. | δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος; ρεπορτάζ; υπόκεντρο |
authentication | |
génér. | επικύρωση |
comm. informat. | επαλήθευση; επιβεβαίωση γνησιότητας |
génér. | επιβεβαίωση |
dialing-in | |
comm. | τηλεφωνητριακή τηλεπιλογή |
user server | |
comm. informat. | server χρήστη |
| |||
δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος n | |||
απομακρυσμένος (Not in the immediate vicinity, as a computer or other device located in another place (room, building, or city) and accessible through some type of cable or communications link) | |||
| |||
απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος | |||
ρεπορτάζ; υπόκεντρο | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
rem | |||
| |||
Reflective Mossbauer Technique |
Remote Authentication : 1 phrases, 1 sujets |
Microsoft | 1 |