modular | |
comm. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
input | |
agric. industr. | εισερχόμενο; λίπασμα |
financ. | συντελεστής παραγωγής |
génie m. électr. | απορροφούμενη ισχύς |
informat. techn. | Είσοδος |
médic. | ...εισαγωγής |
écon. comm. | επιβαρύνσεις παραγωγής; έξοδα παραγωγής |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular Input : 1 phrases, 1 sujets |
Électronique | 1 |