modeling | |
médic. | μίμηση προτύπου; πλάσιμο προτύπου; διαμόρφωση; μοντελοποίηση |
System | |
micr. | Σύστημα |
system | |
génér. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
informat. | δημιουργία συστήματος |
micr. | σύστημα |
médic. | σύστημα |
sciences. génie m. | θερμοδυναμικό σύστημα |
| |||
μίμηση προτύπου; πλάσιμο προτύπου; διαμόρφωση f; μοντελοποίηση f | |||
Anglais glossaire | |||
| |||
mod |
Modeling System : 1 phrases, 1 sujets |
Général | 1 |