crew training | |
transp. | κατάρτιση του πληρώματος |
complex | |
génér. | πολύπλοκη |
chim. | σύμπλοκο |
médic. | πολυσύνθετος; πολύπλοκος; σύμπλεγμα; σύνθετο; συγκρότημα |
complexing | |
agric. | συμπλοκή; σχηματισμός συμπλόκων |
chim. | συμπλοκοποίηση |
| |||
κατάρτιση του πληρώματος |
Crew Training : 2 phrases, 1 sujets |
Transport | 2 |