resident | |
génér. | κάτοικος; μόνιμος κάτοικος ημεδαπής; πρόσωπο εγκατεστημένο στο έδαφος; ενδημητική; ενδημητικό; ενδημητικός; κατοικών |
envir. | είδος που διαμένει μόνιμα σε μια περιοχή |
informat. électr. | ενδημικό software |
stat. | κάτοικος |
écon. financ. démogr. | κάτοικοι; μόνιμοι κάτοικοι ημεδαπής |
representative | |
génér. | αντιπροσωπευτική |
Anglais glossaire | |||
| |||
BuAer |
Bureau of: 59 phrases, 20 sujets |