![]() |
trial | |
génér. | δίκη |
envir. | δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη; εξέταση |
math. | δοκιμή; πείραμα |
in | |
génér. | μέσα; σε |
type 2 diabetes | |
soins. | σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2; διαβήτης των ενηλίκων; μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης |
end point | |
informat. | σημείο πέρατος |