Programmierer | |
droit. | προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών |
flux. informat. | προγραμματιστής |
E | |
médic. | οξειδοαναγωγικό δυναμικό; δυναμικό οξειδοαναγωγής; γλουταμινικό οξύ |
| |||
προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών | |||
προγραμματιστής | |||
| |||
προγραμματίζω |
programmierte E : 1 phrases, 1 sujets |
Électronique | 1 |