Allemand |
Anglais |
Container | |
agric. | κιβώτιο |
micr. | κοντέινερ |
science d. génie m. | κοινό εμπορευματοκιβώτιο; κοινό κοντέινερ; συνηθισμένο εμπορευματοκιβώτιο; συνηθισμένο κοντέινερ |
transp. science d. industr. | κοντέινερ για συνδυασμένες μεταφορές; Ε/Κ γενικής χρήσης; εμπορευματοκιβώτιο για συνδυασμένες μεταφορές |
Allemand glossaire | |||
| |||
Lesotho |
less : 1 phrases, 1 sujets |
Transport | 1 |