DictionnaireLe forumContacts

   Allemand
Google | Forvo | +
nom | nom
Gleitschuh m
agric., génie m. πέλμα-ρυθμιστής βάθους κατεργασίας; πέλμα σβάρνας
génie m. πέδιλο για την ολίσθηση της κεφαλής του εμβόλου; πέλμα του σταυρού του εμβόλου
génie m., constr. συρτόν πέδιλον
techn., métall. πέδιλο ολίσθησης
Gleitschuhe f
transp. πέλματα πέδησης και εναπόθεσης