DictionnaireLe forumContacts

   Allemand
Google | Forvo | +
phrases
Dieselkraftstoff m m -(e)s, -e
charb., chim. πετρέλαιο εσωτερικής καύσης
charb., chim., électr. έλαιο ντήζελ; πετρέλαιο μηχανής εσωτερικής καύσης
chim. πετρέλαιο κίνησης; πετρέλαιο ντήζελ
chim., génie m. καύσιμο οικιακής χρήσης
envir. καύσιμα ντίζελ; πετρέλαιο ντίζελ; καύσιμα ντίζελ/πετρέλαιο ντίζελ
génie m. καύσιμο Diesel; πετρέλαιο
pétr. πετρέλαιο μηχανών εσωτερικής καύσης
transp., énergie;industr. ντήζελ αυτοκινήτων; πετρέλαιο αυτοκινήτων
écon. ντίζελ
énergie;industr., industr. βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης; ντήζελ
Dieselkraftstoff: 2 phrases, 1 sujets
Agriculture2