dano | |
gen. | φθορά |
econ. | ζημία |
transp. | μειωμένη ικανότητα οδήγησης |
danos | |
ambient. | βλάβη; ελάττωμα; ζημία; βλάβη/ζημία/ελάττωμα |
jur. fin. transp. | ζημιές |
dê | |
cienc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
actividade | |
derech. cienc. | λειτουργία |
Parar | |
micr. | Διακοπή |
| |||
Διεθνής Σύμβαση "περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου"; Σύμβαση περί της ευθύνης; Σύμβαση για την αστική ευθύνη |
Convencao sobre a Responsabilidade Civil por Danos resultantes de Actividades Perigosas para o: 1 a las frases, 1 temas |
Ambiente | 1 |