DiccionariosForoContactos

   Neerlandés
Google | Forvo | +
traducción de otros idiomas
Alemán
Danés
Español
Francés
Inglés
Italiano
Portugués
Serbio latín
- se han encontrado palabras individuales

a las frases
inschakelen v
electr. ζεύξη; κλείσιμο; θέση σε λειτουργία; κλείσιμο κυκλώματος; σύνδεση
ingen., electr. άναμα; εκκίνηση; κλείσιμο διακόπτη
IT, electr. ενεργοποίηση
micr. ενεργοποιώ
inleggen v
comun. εισαγωγή κασέτας; αφήνω περιθώρια; παρασελιδόνω; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων
industr., constr., metal. τροφοδότηση φούρνου; τροφοδοτώ κλίβανον
industr., constr., quím. Φόρτωση γαλαρίας
instellen v
ingen. επιλογή; τοποθετώ; πλησιάζω; ρυθμίζω
IT θέτω
transp., ingen. να ενεργοποιηθεί; να οπλισθεί
inspannen v
agric. ζεύω; ζεύγνυμι
invoeren v
fluj., IT είσοδος αποθήκης
industr., constr., metal. τροφοδότηση φούρνου; τροφοδοτώ κλίβανον; φότσωση; τακτοποίηση γαλαρίας
inspannen v
industr., constr., quím. σφίγκω; συγκρατώ
ingen. μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας; στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας
invoeren v
micr. εισάγω
inschrijven v
gen. καταθέτω προσφορά; υποβάλλω προσφορά
inlopen v
cienc., ingen. χρόνος εκκίνησης; ανεπιθύμητη επαφή
insmeren v
cuid., la cr. λήψη επιχρίσματος
inschrijven v
fin. αποδέχομαι αγορά μετοχών
inzetten v
industr., constr. συνένωση άκρων με πτύχωση
inlopen v
industr., constr., metal. αύξηση πάχουςυαλοπίνακα
inzetten v
industr., constr., quím. τοποθέτηση σε πυροδοχείο
inschrijven v
IT επαναφέρω
insmeren v
metal. σπατουλάρω; επικαλύπτω; επιστρώνω; επιχρίω
inzetten v
metal. ενανθράκωση
metal., electr. τροφοδότηση
micr. ανάπτυξη
inschrijven v
transp. εγγράφω
inlopen v
transp. προσεγγίζω
transp., polít., agric. στρώσιμο
intrekken v
gen. καθοδικό κύμα
inbinden v
gen. βιβλιοδεσία
cienc. συνδέω; συναρμολογώ
comun. καλύπτω βιβλίο
insteken v
comun. εισάγω; ενθέτω; παρεμβάλλω
intrekken v
comun., IT ανασύρω; εισέλκω
jur. καταργώ
insteken v
metal., ingen. ακτινική τόρνευση εγκοπών
inmaken v
agric. συντηρεί
ingraven v
agric. πιάνω καλά; μαγκώνω
ingeschakeld v
cienc., electr. αναμμένο; εντός; συνδεδεμένο
indelen v
estad. στρωματοποιώ
fluj., IT διευθέτηση
inslaan v
industr., constr. δίωξη σαΐτας; περνώ υφάδι
IT, proc. Επαναφορά στο πρσκήνιο
inmaken v
med. κονσερβοποιώ; διατηρώ
invullen v
micr. συμπλήρωση; συμπληρώνω
indelen v
patent. ταξινομώ; κατατάσσω σε κατηγορία
ingesloten v
gen. μεσόγειος ; περίκλειστος
inrijden v
gen. εισαγωγή
inkomen v
ambient. έσοδο
instorten v
cienc., metal. καταρρέω
ingesloten v
cienc., transp. στριμωγμένο
invoegen v
comun., transp. είσοδος σε ένα κυκλοφοριακό ρεύμα
instorten v
constr. υποσκαφή
inkomen v
econ. εισόδημα
inlijsten v
estud. κορνιζάρω; πλαισιώνω
indragen v
industr., constr., metal. τακτοποίηση γαλαρίας; φότσωση
inrichten v
micr. προμηθεύω; προμήθεια
invoegen v
micr. εισαγωγή
inhalen v
transp. προσπερνώ; προσπέρασμα
indrukken v
transp. παραμορφώνω; βουλιάζω
ingezet v
transp., cienc. σφιγμένο; σφιγμένο με παραμόρφωση
inrijden v
transp., polít., agric. στρώσιμο
indrijven v
gen. λιθοκόλληση
ingevoegd v
comun. παρεμβαλλόμενο
ingestort v
educ., constr. ενσωματωμένος
"in" v
fin. συμμετέχουσα χώρα
inkopen v
fin. εξαγοράζω
ingerekend v
fin. προεξοφλημένος
ingestoken v
IT εμβυσματωμένος
innemen v
med. πρόσληψη τροφής,υγρού ή φαρμάκου
ingeven v
med., cuid., la cr. διοίκηση
insluitend v
micr. καθηλωτικός
insluiten v
micr. ενσωματώνω
inhouden v
segur. προβαίνω σε μία παρακράτηση
instappen v
transp., avia. επιβίβαση
in vivo: 16 a las frases, 3 temas
Ambiente4
Farmacia y farmacología1
Medicina11