versatility | |
transp. ingen. | ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικές χρήσεις |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
comun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT proc. | κώδικας |
IT tec. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικές χρήσεις |