timing | |
gen. | συγχρονισμός |
derech. electr. | χρονομέτρηση |
electr. | χρονισμός |
offset | |
comun. | όφσετ; κυλινδροχαλκογραφία |
constr. | μετατόπιση |
fin. | αντισταθμιστικό όφελος |
| |||
συγχρονισμός | |||
| |||
χρονομέτρηση | |||
χρονισμός | |||
επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής; επιλογή χρονικού σημείου επέμβασης | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
adjustment of the gun so that firing takes place when the recoiling parts are in the correct position for firing (qwarty) | |||
| |||
time in grade |
timing: 162 a las frases, 22 temas |