![]() |
| timer | |
| cienc. electr. | συσκευή χρονισμού |
| ingen. | διακόπτης-χρονόμετρο; χρονοδιακόπτης; χρονόμετρο; ωριαίος διακόπτης |
| ingen. electr. | ντιστριμπιτέρ |
| IT | διάταξη χρονισμού |
| IT transp. | χρονιστήρας; χρονιστής |
| Overflow | |
| micr. | Υπερχείλιση |
| overflow | |
| gen. | εκχείλιση |
| ambient. | στόμιο υπερχείλισης |
| industr. constr. | ξεχείλισμα; υπερπλήρωση; υπερχείλιση; ξεχειλίζω |
| IT | υπερροή |
| med. | αριθμητική υπερχείλιση |
| |||
| συσκευή χρονισμού | |||
| μικρή συσκευή που λειτουργεί με ωρολογιακό μηχανισμό | |||
| διακόπτης-χρονόμετρο m; χρονοδιακόπτης m; χρονόμετρο n; ωριαίος διακόπτης | |||
| ντιστριμπιτέρ m; δονητής m; διανομέας m | |||
| διάταξη χρονισμού | |||
| αρχείο ρολογιού | |||
| χρονιστήρας m; χρονιστής f | |||
| μετρητής m (A mechanism that measures the duration of events, like calls, Internet time, etc); χρονιστής f (An internal routine that causes the system to send a message whenever a specified interval elapses); χρονόμετρο n (A mechanism that measures the remaining time from a preset amount of time and sounds an alarm when this time has elapsed) | |||
| Inglés tesauro | |||
| |||
| tmr | |||
| |||
| T | |||
|
timer : 55 a las frases, 13 temas |