single | |
gen. | άγαμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός |
cienc. agric. | απλό |
tire | |
silvicult. | ελαστικό επίσωτρο |
| |||
άζυγος | |||
| |||
τρίχα | |||
| |||
άγαμος; μοναδική; μοναδικό; μόνη; μόνο; μοναδικός; άτομο που ζει μόνο του | |||
απλό | |||
διατρητικό στέλεχος | |||
μόνος; μονόκλινο δωμάτιο | |||
| |||
αραιώνω; καθαρίζω | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
sin | |||
sng | |||
sgle | |||
| |||
Stay Intoxicated Nightly, Get Laid Everyday |
single: 1644 a las frases, 59 temas |