programming control | |
ingen. | αυτόματος χειρισμός με πρόγραμμα |
module | |
industr. | ηλιακή μονάδα |
industr. constr. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
ingen. | διαμετρικό βήμα; μέτρο; μέτρο οδοντώσεως; μοντούλ |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
αυτόματος χειρισμός με πρόγραμμα |
programming control : 2 a las frases, 2 temas |
General | 1 |
Tecnología de la información | 1 |