partial | |
gen. | μερική; μερικό; μερικός |
cienc. transp. | ημιτονική συνιστώσα |
comun. | μερικό σύνολο |
remission | |
aduan. | διαγραφή δασμών |
mark. | φορολογική έκπτωση; έκπτωση φόρου |
| |||
μερική; μερικό; μερικός | |||
ημιτονική συνιστώσα | |||
μερικό σύνολο | |||
μέρος γραμμής κώδικα (A line of code that was partially executed by a test) | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
part | |||
part. |
partial: 308 a las frases, 43 temas |