operational | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός |
technical documentation | |
fluj. tec. | επιστημονική και τεχνική τεκμηρίωση; τεχνική τεκμηρίωση |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό; λειτουργικός | |||
σε κυκλοφορία; σε λειτουργία; έτοιμος προς κίνηση; έτοιμος προς λειτουργία | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
opl | |||
op; oper; opnl |
operational technical : 4 a las frases, 2 temas |
Comunicaciones | 3 |
Transporte | 1 |