multiple | |
gen. | πολλαπλή |
comun. | πολλαπλό |
comun. electr. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
electr. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
array processor | |
IT | επεξεργαστής συστοιχίας; πολυεπεξεργαστής |
| |||
πολλαπλή | |||
πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
πολλαπλό | |||
πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
multiple : 804 a las frases, 43 temas |