multi-access | |
comun. | πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
cienc. ingen. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
comun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
ingen. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
| |||
πολλαπλή πρόσβαση' πολλαπλή προσπέλαση | |||
πολλαπλές διασυνδέσεις | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
MA (Alex Lilo) |
multi-access : 8 a las frases, 3 temas |
Bancario | 1 |
Comunicaciones | 6 |
Tecnología de la información | 1 |