modular | |
comun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
arithmetic processor | |
IT electr. | αριθμητικός επεξεργαστής |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
mod | |||
modu |
modular : 62 a las frases, 17 temas |