modular | |
comun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
allocation | |
ambient. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
cont. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
segur. relac. | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
technique | |
gen. | τεχνική |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
mod | |||
modu |
modular : 62 a las frases, 17 temas |