memory | |
comun. | διακόπτης μνήμης |
cuid. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
med. | μνήμη |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
cienc. | διαχωριστική επιφάνεια |
cienc. electr. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
comun. IT | διεπαφή |
comun. IT electr. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
metal. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
metal. electr. | επιφάνεια συγκολλήσεως |
component | |
gen. | εξάρτημα |
cient. electr. | συνιστώσα |
constr. | δομικό στοιχείο |
ingen. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
micr. | στοιχείο |
transp. | στοιχείο |
| |||
διακόπτης μνήμης | |||
προσληπτική λειτουργία της μνήμης | |||
αποθήκευση f; μονάδα μνήμης | |||
μνήμη f | |||
μνήμη f (Any temporary storage space used within or in conjunction with a computer, such as RAM or a USB flash drive) | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
mem |
memory interface : 1 a las frases, 1 temas |
Tecnología de la información | 1 |