implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
ambient. | Εφαρμογή |
comun. IT industr. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
Document | |
gen. | Τεκμηριώνω |
document | |
gen. | τεκμηριώνω |
ambient. | τίτλος; τίτλος |
comun. | ντοκουμέντο' τεκμήριο' έγγραφο |
econ. | τεκμήριο |
IT proc. | έγγραφο; δομημένη περίπτωση εγγράφου |
jur. | δικόγραφο |
micr. | έγγραφο |
implementation document : 1 a las frases, 1 temas |
Jurídico | 1 |